ἀνθοβοσκός

ἀνθοβοσκός
ἀνθο-βοσκός, όν,
A nourishing, growing flowers, or perh. feeding on flowers, S.Fr. 31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανθοβοσκός — ἀνθοβοσκός, ο (Α) ανθοκόμος …   Dictionary of Greek

  • ἀνθοβοσκόν — ἀνθοβοσκός nourishing masc/fem acc sg ἀνθοβοσκός nourishing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”